καταβολή

καταβολή
η (AM καταβολή) [καταβάλλω]
1. κατάθεση, τοποθέτηση
2. πληρωμή, απόδοση χρηματικού ποσού
3. η αρχή, το απώτατο χρονικό σημείο («ἀπὸ καταβολῆς κόσμου»
ΚΔ)
νεοελλ.
1. αδυναμία τού οργανισμού και γενική εξάντληση που μπορεί να προέλθει από διάφορα νοσήματα
2. (νομ.) ο φυσικός τρόπος με τον οποίο ικανοποιείται ο δανειστής λαμβάνοντας αυτό που τού χρωστά ο οφειλέτης
3. στοιχεία και χαρακτηριστικοί τρόποι που μεταβιβάζονται κληρονομικά («έχει καλές καταβολές»)
μσν.-αρχ.
το να καταβάλεις κάποιον, να τόν ρίξεις κάτω
αρχ.
1. η σπορά
2. θεμελίωση, ίδρυση
3. οικοδομή, οικοδόμημα
4. το εξωτερικό περιτύλιγμα σε επίδεσμο
5. πληρωμή ή εξόφληση με δόσεις σε τακτά χρονικά διαστήματα
6. κατηγορία, συκοφαντία
7. (κατά τον Ησύχ.) θυσία, τελετή
8. φρ. α) αστρολ. «καταβολὴ τῆς περιόδου» — τακτική περίοδος
β) «καταβολὴ σπερμάτων» — η ρεύση τού ανδρικού σπέρματος, εκσπερμάτωση
γ) «καταβολὴ τῆς ἀσθενείας» ή «τοῡ πυρετοῡ» — περιοδική έξαρση, παροξυσμός
δ) «καταβολὴ ὀφθαλμῶν» — καταρράκτης τών ματιών
ε) «καταβολὴ θεοῡ» — θεία έμπνευση
στ) «ἐκ καταβολῆς»
i) εκ θεμελίων
ii) εκ νέου, πάλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταβολή — throwing down fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολή — η 1. τοποθέτηση: Έγινε η καταβολή των θεμελίων. 2. πληρωμή: Κάθε μήνα γίνεται καταβολή των επιδομάτων. 3. η φράση «από καταβολής κόσμου» σημαίνει από τότε που πλάστηκε ο κόσμος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καταβολῇ — καταβολῆι , καταβολεύς founder masc dat sg (epic ionic) καταβολή throwing down fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολαῖς — καταβολή throwing down fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολαί — καταβολή throwing down fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολήν — καταβολή throwing down fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταβολῶν — καταβολή throwing down fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παρκερικά — Έτσι ονομάστηκε ο ναυτικός αποκλεισμός της χώρας τον Ιανουάριο του 1850 από ισχυρή μοίρα του αγγλικού στόλου με επικεφαλής τον ναύαρχο σερ Γουίλιαμ Πάρκερ και η έντονη διπλωματική δραστηριότητα που ακολούθησε, με σκοπό να υποχρεωθεί η οθωνική… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • πληρωμή — και πλερωμή, η, Ν [πληρώνω / πλερώνω] 1. η καταβολή αντιτίμου, η καταβολή τής αξίας αγοραζόμενου πράγματος 2. η καταβολή χρηματικού ποσού για παραχθείσα εργασία ή προσφερθείσα υπηρεσία, αμοιβή 3. η επιστροφή οφειλόμενων χρημάτων, εξόφληση χρέους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”